Κάποια στιγμή βαραίνουνε τα μέλη σου
κι αναζητάς με πόθο την αγκαλιά του.
Θες να πας να χαλαρώσεις,
θες να πας να κοιμηθείς.
Μα δε σου ‘δωσε η ζωή πολλές τις ευκαιρίες
και το άγγιγμα, το χάδι θες να νιώσεις,
ένα γλυκό φιλί να πάρεις και να δώσεις
λίγο πριν κλείσουνε τα μάτια σου ευθύς.
Έρχονται εικόνες, φεύγουν καθώς είσαι μαζί της.
Τώρα τους οφθαλμούς σου ανοιχτούς
προσπαθείς να κρατήσεις,
έστω να δεις αυτή γαλήνια να φεύγει
σε κόσμους μακρινούς μέσα στα όνειρά της·
να δεις να γίνεται η ανάσα της βαριά
καθώς με τ’ ακροδάχτυλα χαρτογραφείς
τη ραχοκοκαλιά της.
Ένα τίναγμα νευρικό αναστατώνει το κορμί,
οι βολβοί στροβιλίζονται κάτω απ’ τα βλέφαρά της.
Ίσως σκιασμένος να βρισκόσουνα κι εσύ
σε κάποιο απ’ τα ηλιόλουστα όνειρά της.
Και περιμένεις τη στιγμή που ύπνο έχοντας χορτάσει,
θ’ ανοίξει τα μάτια, θα γυρίσει να σε δει
για να κλείσεις τα δικά σου·
τίποτα να μην υποπτευθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου