Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ


Το νερό κι ο ήλιος,
τα βουνά και η θάλασσα.
Το αμφίβιο στοιχείο κυκλοφορεί ανάμεσά μας.
Δεν το ορίσαμε ποτέ,
δεν το γνωρίσαμε.
Σα χέλι γλίστρησε απ’ το βλέμμα μας,
τα λέπια του δεν έλαμψαν ποτέ στο φως.
Κάθε μέρα το σκοτώναμε και το χρίζαμε
είδος υπό εξαφάνιση.
Τεράστια η απώλεια για τους βασιλιάδες των υπογείων.
Αμέτρητες πηγές,
αμέτρητες πληγές και υπεκφυγές,
όπως αμέτρητες και οι φορές που
έφυγες, και ξαναγύρισες,
ανάπηρος,
νεκρός...
Κοιτάζοντας για τελευταία φορά τα σκυθρωπά αγάλματα,
χάνεσαι μες στις ζωγραφιές και τις μελωδίες,
βουλιάζεις μες στη λάσπη και περιμένεις αργά και βασανιστικά
τον ξηρό θάνατό σου·
είτε στο αλάτι, είτε στην έρημο,
αργά και βασανιστικά περιμένεις, ίσως σαν ελπίδα,
την πρώτη καταιγίδα.

ΑΤΙΤΛΟ

Στην πόλη αυτή που έτυχε να ζω
στον κόσμο που έμελλε να περπατώ
τα πρώτα μου βήματα...
Σ' αυτόν τον άγιο κόσμο
που προσκυνούν τα πρωινά
άγιοι όλοι οι άνθρωποι
και στο σκοτάδι θάβονται
οι μοχθηρές επιθυμίες,
από το αίμα... αίμα αθώων
παιδιών μου έδωσαν να πιω,
να ζήσω, σάρκα
από τη σάρκα των μανάδων
και να φωνάζω μες στον ύπνο μου
ένα παλιό τραγούδι να το ουρλιάζω
με μανία μέχρι τα ξεμερώματα.
Να ξαπλώσω πλάι σε διαλυμένα κορμιά,
λευκά σεντόνια το αγνό τους δέρμα,
με τα μάτια τους κενά να κοιτάνε
Εμένα· ένα πτώμα ζωντανό
στου δρόμου την άκρη πεταμένο,
κοιτάζω τ' άρματα να περνούν
πάνω από τα κεφαλάκια
των δικών μας ανθρώπων,
των παιδιών μας.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Η ΚΟΛΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ (FINAL ACT)



Σήμερα το βράδυ,
θ’ αναστηθεί πάλι απ’ τον Άδη,
θα βγει απ’ το κουτί του για να παίξει.

Ο Βασιλιάς και οι υπήκοοί του περιμένουν το αγόρι.

Φοράει τα πολύχρωμα αστεία ρούχα του
και το καπέλο με τις κουδουνίστρες.
Φοράει τις αλυσίδες στο λαιμό του,
ο πιστός σας σκλάβος

Φαρδαίνει το χαμόγελό του,
οι κινήσεις γίνονται πιο απότομες, πιο νευρικές,
τρέχει, χτυπιέται ο γελοίος του χωριού
ενώ τα μάτια του ματώνουν απ’ το κλάμα...

Γελάει το βασίλειο ολόκληρο πίνοντας ακόμη ένα ποτήρι.
Οι αλυσίδες του παιδιού αρχίζουν να διαστέλλονται
και σφίγγουν σα λουριά γύρω απ’ τους δικούς τους
σβέρκους...

Τα λουριά μικραίνουν συνεχώς κι αυτοί ακατάπαυστα γελούν,
σκλάβοι αφέντες στο έλεος σκλάβων,
αφήνουν την τελευταία τους πνοή στην αίθουσα των δεξιώσεων
και πέφτουν μακάριοι για ύπνο.

Το παιδί υποκλίνεται,
πετάει τα ρούχα του,
το γλέντι τέλειωσε.

Είν’ όλοι τους νεκροί,
κι αυτός επιτέλους, για πρώτη του φορά,
ζωντανός...

Ο ΝΕΚΡΟΣ ΙΙ


Κι έτσι μια μέρα ξύπνησα
χωρίς να έχω κοιμηθεί.
Κοίταζα γύρω μου, δεν πρόσεχα
αφαιρόμουν, δεν σκεφτόμουν
Έτρωγα το φαΐ μου, μα δεν γευόμουν,
έκλαιγα, δεν λυπόμουν,
έπαιζα, δεν χαιρόμουν,
μιλούσα, δεν επικοινωνούσα,
φώναζα, δεν θύμωνα,
με τρυπούσαν, μα δεν πονούσα.
Πήρα τα χαρτιά μου και πήγα στο πανεπιστήμιο
.............................................................................
Ήταν φρίκη!
Εγώ στο φέρετρο και αυτοί οι τέσσερις
με κουβαλούσαν για να πάω στη δουλειά
ακόμα κι έτσι...
Φαίνεται πως η δικιά μου κοινωνικοποίηση
ήταν πολύ σημαντική για όλους εσάς,
ώ Κοινωνία...

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

ΦΑΡΣΑ

Τα κομμάτια μιας ζωής ραγισμένης
από το πρώτο φως και απ' το πρώτο σκοτάδι
δεν νοείται, δεν είναι δυνατό σφιχτά
να σφραγιστούνε μεταξύ τους.

Χάθηκε το νόημα της ύπαρξης.
Ξυραφίστηκε η επιθυμία,
σαν τρίχα ανεπιθύμητη
σε γυναικεία μασχάλη.

Δόθηκε μπόλικο ξύδι για να πιούμε.
Μας λέγαν
"Άμα διψάσετε θα έχετε να πιείτε!
Κι αν πεινάσετε θα έχετε να φάτε!"
Αποθήκες γεμάτες με σιτάρι
από ραδιενεργά διαστημικά αγροκτήματα.

Ζήσαμε την επιστημονική φαντασία
μέσα σε μια πεζή και κυνική
πραγματικότητα.

Κανείς δεν έζεψε τα άλογα.
Μόνο να τ' αρμέγουν και μετά
να τα ταΐζουν πάλι σε βρομερές χωματερές.
Ξέρετε πάνω σε αυτές
χτίσαμε τις σύγχρονές πόλεις...
Το νέο πολιτισμό μας.

Τα παιδιά μας δε θ' αργήσουν κι αυτά
να μην καταλαβαίνουν.
Στο τέλος ποιος;
Θα καταλαβαίνει...;
Ούτε ο σκαρφιστής της φάρσας.

"Το πρόγραμμα θα καταργηθεί!"
Η καταδίκη μας θα συνεχιστεί
χωρίς καν να ξέρουμε.

Θα υπακούμε μόνο τυφλά σε ότι
κ λ η ρ ο ν ο μ ή σ α μ ε . .    .

Η ΠΤΩΣΗ ΙΙ

Προσπάθειες να καταφέρεις την πτήση
της γαλήνης σου, του ίδιου σου του εαυτού
πάνω από ανεμοδαρμένα ύψη.
Με ένα πανί απάνω σε σταυρό
που μαρτυρά την ύπαρξη του Σωτήρα.
Έτσι απρόσμενα ξεκίνησε η πτώση,
με τη λύρα σου ξεκούρδιστη
και τα φτερά σπασμένα.
Το φωτοστέφανο θαμπό
και τα σανδάλια σου λυμένα.
Το κεφάλι σου το είχες ξυρισμένο...
Νεκρές οι κομμένες μπούκλες σου
φυτρώνουν σε άγονη γη
και το δέρμα σου μαύρο και ζαρωμένο.
Τον τρόμο σκορπάς!
Εσύ ο πρώτος του λόχου,
των καλών φυλάκων
των ανθρώπων,
των θνητών,
των καταραμένων...
Στη λάβα κολυμπάς και στο σκοτάδι παραδέρνεις
αναζητώντας το ερπετό που είχες για οδηγό
Έκπτωτος άγγελος,
Κύριος πια
της χώρας των χαμένων.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ΙΙ

Μέσα σε χώρους μ' υδρατμούς
δερματικής διαπνοής κι ιδρώτα
στατικοί βαδίζουν πάνω στην ταινία...
το διάδρομο.
..........................................................
Δεν βαδίζω προς τα εμπρός ,
μα κάθε μέρα σπρώχνω τη ζωή μου
προς τα πίσω.

ΘΕΟΣ


Όταν τόση ομορφιά χάριζες
σε τούτη δω τη φύση
θα ‘τανε τρεις τα ξημερώματα
μετά από ένα ακόμα εξοντωτικό μεθύσι.
Μέσα στη θέρμη του αλκοόλ ζωγράφισες
ήλιο λαμπρό στον καταγάλανο ουρανό
και ζαλισμένος από την τερπνή σου μέθη
καμπύλες ομαλές σχεδίασες για να ορίσεις
ότι αποτελεί και στιγματίζει τούτον τον πλανήτη.
Κι ενώ θεάρεστο έργο πήγαινες να παραδώσεις
στο τέλος, εκεί που άρχισες να ξενερώνεις,
ζωγράφισες εμένα.
Μια απόλυτη ευθεία που έκανε κομμάτια
το ελεύθερα εκφρασμένο όνειρό σου
στην πεζή πραγματικότητα.

ΙΣΧΥΣ ΙΙ


Θέλω να γευτώ τη σάρκα των μικρών και αγαθών λαγών
καθώς την τρυφερή των σάρκα θα δαγκώνω
το αίμα να τρέχει από το άκρο των χειλιών μου
και να καλύπτει το λαιμό να φτάνει
μέχρι το φαλλό μου

ΙΣΧΥΣ


Είμαι ο σπόρος της δικιάς σου αδυναμίας
είμαι η λάμψη, κόρη μιας ανυπόταχτης λαγνείας
ο πόθος να δεις εικόνες με καρφιτσωμένα πρόσωπα
και αποσυντεθυμένα ανθρωπινα μέλη από χαρωπές μορφές
που ξερνούν τα στερνά τους λόγια σε πολεμικά νοσοκομεία
-καλά φυλαγμένα πίσω από ματωμένο συρματόπλεγμα-

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

ΣΟΦΙΑ

Όσο μεγαλώνω πιο σοφός γίνομαι,
τόσο πιο συναισθηματικά αδρανής

Όσο πιο συναισθηματικά αδρανής
τόσο σοφότερος γίνομαι.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

H ΠΤΩΣΗ Ι


Ένα μυστήριο κυριαρχεί κάθε στιγμή στης πόλης τα στενά
ένα καινούριο νέο κάποια στιγμή θα μαθευτεί
έκπτωτοι βασιλιάδες λιώνουν
κάτω απ' το φως του φεγγαριου
και οι βασίλισσες τώρα πόρνες βιασμένες
προσμένουνε το θάνατο δεμένες
με χειροπέδες στα κάγκελα κάποιου κρεβατιού

  Μέσα στη λάσπη τη στεγνή, θαμμένοι
προσπάθησαν στο χώμα να μυρίσουν
την άνοιξη
φοβούμενοι μήπως και Αυτή
κατάφεραν σε μια τέτοια σκοτεινή στιγμή
έτσι επιπόλαια
σε κάποιο πτώμα να πουλήσουν

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Ο ΝΕΚΡΟΣ


Εδώ κάτω απ' τον ίσκιο των ψηλών
και γερασμένων πεύκων
θαμμένος βαθιά μες στις ξερές
και αιχμηρές πευκοβελόνες
όλοι θαρρούν πως κάτι περιμένω

Αδυνατούν να αντιληφθούν και να κατανοήσουν
πως φίλοι μου οι πράξεις των αδιάφορο με αφήνουν
δεν περιμένω τίποτα από αυτούς
την ύπαρξή μου κόμπο στους λαιμούς των δεν τη θέλω
γιατί ούτως ή άλλως μου είναι πλέον γνωστό
σε ποια κατάστιχά των με έχουνε γραμμένο.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

ΑΝΔΡΑΣ ΙΙ


Σύννεφα σκεπάζουνε τα μάτια
όλες όμορφες... τυφλές κοιτούν τον ουρανό
τα δίνεις όλα να γεμίσεις κι άλλο πόθο αυτό το σώμα
μάταια... φαίνεται τίποτα δεν είναι αρκετό.

Κρεμάς, σφίγγεις πιο σφιχτά την αλυσίδα στο λαιμό σου
και στα χέρια δίνεις την άκρη να κρατούν
θα τρέξουν γρήγορα αρχικά χαρούμενες που παίζουν
τα πρώτα πέντε τα λεπτά, πέντε λεπτά αρκούν.

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ


Όμορφο το βιβλίο μετά από ένα χρόνο
όμορφες αισθήσεις το κορμί σου σαγηνεύουν.
Τάραξες τα νερά της λίμνης μ’ ένα χάιδεμα
απ’ τις ρώγες των δακτύλων σου
και ζάρωσε η λαμπερή μορφή σου στον καθρέφτη.
Άφησες το νυφικό να χαλαρώσει...
Δώδεκα ανοιξιάτικα χρωματιστά πουλιά σε ξεγυμνώνουν
κι άλλα δώδεκα φόρεμα σου κεντάνε από λουλούδια.
Έτσι γυμνή περπάτησες ανάλαφρα απάνω στο νερό,
ακολούθησες τη χρυσή αντανάκλαση ως τον καταρράκτη,
κοίταξες ψηλά τον έναστρο ουρανό,
γλυκά φιλήθηκες με τη σελήνη
ενώ ένα ακόμα ασημένιο δάκρυ γινόταν στολίδι στο λαιμό σου.
Γρήγορα τότε σε νανούρισε το τραγούδι του γρύλου
και κοιμήθηκες ζεστά, μέσα στη φυλλωσιά.
Τώρα χρυσό σου ετοιμάζει πρωινό στεφάνι η φύση
να σου φορέσει ο καλός σου στα ξανθά σου τα μαλλιά
με την ηλιόλουστη λύρα που νέα μέρα ξημερώνει.
Έως τότε ονειρέψου μικρή πριγκίπισσα το θρόνο σου
όπως εσύ τον θέλεις.
Φαντάσου το στέμμα σου όπως εσύ αυτό ποθείς
κι απ’ το βιβλίο θα αναδύονται οι σκέψεις του παιδιού,
σαν το άρωμα αυτής της άνοιξης που κάποτε έμοιαζε νεκρή,
μια στείρα Περσεφόνη.

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ


Μια μέρα χιόνισε
και βγήκε μωρό στο δάσος να παίξει με τις νύμφες.
Μαγεύτηκε απ’ το σιγονανούρισμά τους και κοιμήθηκε
απάνω σε χαμόμηλο και σάπια φύλλα πεταμένα, μπερδεμένα στα μαλλιά.
Και είδε όνειρα θολά, καλοκαιρινά,
η ζέστη μούλιασε το κορμί απ’ τον ιδρώτα.
Περπατούσε στην ακροθαλασσιά κι άφηνε τα βήματά του
να τα γλείφει ο Ποσειδώνας
και περπατούσε...
Τα μάτια του αντανακλούσαν φως
κι έδινε ζωή στην πλάση ολόγυρά του.
Παιδιά χαμογελούσαν γκρεμίζοντας πύργους από άμμο
και ξαναχτίζανε πιο δυνατή και πιο όμορφη τη ζωή τους.
Γύρισε το πλευρό και ένιωσε το λιώσιμο των πάγων,
ένα λουλούδι ξεπρόβαλε ζεστό μέσα απ’ το χώμα.
Οι ξανθές μπούκλες στα μαλλιά του φάνταζαν ένα με τα χιόνια
και η φύση γύρω του ξανθιά γαλανομάτα εικόνα.
Αυλάκια χαραγμένα βαθιά στο πρόσωπό του
και μαύρα πηγάδια αγκάλιαζαν τα μάτια του.
Τα πόδια του λεπτά κλαδιά λύγιζαν απ’ το βάρος.
Σκελεθρωμένα χέρια, ανήμπορο το σώμα με λιγοστό το θάρρος.
Μα μια γωνία λαμπερή παρέμεινε να του θυμίζει ακόμα,
ήταν στο πρόσωπο η ευτυχία, ζωγραφισμένη πάνω στο σκασμένο στόμα.
Δίπλα στο γρασίδι τ’ όμορφο, έκλεισε τα μάτια,
ευτυχισμένος, φωτεινός, εκεί αποκοιμήθηκε για πάντα.

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ



Τα φώτα απ’ το δρόμο, αντανακλούσαν
στο τζάμι του μικρού δωματίου.
Δυο άνθρωποι ξέμειναν στο δρόμο ξαπλωμένοι·
όλη η πόλη έχει παραδοθεί στα χάδια του Μορφέα.
Μόνο δυο μάτια μένουν να κοιτούν,
πίσω απ’ το παραθύρι.
Το κορίτσι που ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να μάθει
τι πραγματικά στην ψυχή του κρύβει
παρατηρεί ανέκφραστα τη νάρκωση της φύσης
και πλάθει όμορφες εικόνες μέσα στο μυαλό της.
Σηκώνει το χέρι στον αέρα και ζωγραφίζει
τον κόσμο όπως αυτή ήθελε να βλέπει,
με χρώματα ζωηρά και όχι παγερά,
σαν τα αισθήματα που κλήθηκε να νιώσει.
Ένα-ένα σβήνει τ’ αστέρια και εμφανίζει
ένα λαμπερό ουράνιο τόξο που οδηγεί μακριά απ’ αυτό το σπίτι,
οδηγεί πολύ μακριά από αυτό το σκυθρωπό δωμάτιο,
σε μια ζεστή αγκαλιά έτοιμη να την προστατεύσει
απ’ οτιδήποτε άλλο σκοτεινό και ύποπτο...
Οδηγεί στον κόσμο που ήθελε πραγματικά να ζήσει,
στον κόσμο που ονειρεύτηκε παιδί
και που τόσο όμορφα ζωγράφιζε
στα αθώα όνειρά της.
…………………………………………………………….
Καληνύχτα μελαγχολικό κορίτσι,
σήμερα το βράδυ θα ζωγραφίσουμε μαζί
αυτό το όνειρο.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

ENTATIKH


Εισπνοή... εκπνοή... εισπνοή... εκπνοή...
Βουλιάζεις στο κρεβάτι, η εικόνα σου μαυρίζει,
νιώθεις στα αυτιά μόνο τους σφυγμούς σου.
Το βλέμμα πέφτει χαμηλά και ραγίζει.
Δυο μαύρες γραμμές η σκιά της σκάλας
Ποια λέξη θες να προσθέσεις;
Αγνοείς το όνομα του αντικειμένου, υπολειτουργείς
το χέρι βαραίνει, το στυλό γλιστράει στο χαρτί.
Εδώ δεν έχει νόμους τριβής και ταχύτητας,
καταργούνται όλα...
Είσαι εσύ και το βιβλίο σου.
Είσαι εσύ και ο Θεός· και μιλάτε...
Σου μιλάει καθαρά. αυτός είναι η ψυχική ηρεμία.
Αυτός σε καλοδέχεται, ώ, τέκνο της απωλείας,
σου χαϊδεύει το κεφάλι και σε καλεί κοντά του.
Βλέπεις πράγματα, γυρνάς πίσω στο παρελθόν,
μέχρι τη μέρα της δημιουργίας όπου υπήρχε το απόλυτο
τίποτα....
Λίγες πινελιές αρκούσαν για τη δημιουργία αυτού
του θαύματος...!
Φεύγεις σιγά-σιγά, τόση ομορφιά δεν την αντέχεις
Κλείνεις τα μάτια..
νιώθεις να σε φτύνει το κρεβάτι σου.
Το χέρι αντιδράει νευρικά, οι κόρες σου συστέλλονται
ακούς ένα περιοδικό μπιπ που σου τρυπάει τ’ αυτιά
- Γιατρέ το σώσαμε το παιδί, είναι πάλι κοντά μας.
- Ωραία. Δώσ’ του γρήγορα τα χάπια γιατί αύριο λήγει
η αναρρωτική...

ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ


Κάθε μέρα σκοτώνω τον εαυτό μου
ένας νέος γεννιέται
Στη Ζωή μου ζω άπειρες ζωές
κάθε φορά που κάθομαι και τις θυμάμαι
Αυτός που είμαι σήμερα
δεν είναι αυτός που ήμουν χθες.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

ΓΡΑΜΜΕΣ ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ


Σηκώθηκαν τα βλέφαρα
μες στο μυαλό να πλημμυρίσει φως
Οι σκιές πέταξαν έξω απ’ το παράθυρο
Ανάβω τα φώτα
Το μέρος αυτό κάποτε έμοιαζε άγνωστο
Ο καφετής σηκώθηκε με τις κλωστές
που ακόμα κρέμονταν απ’ το ταβάνι
κι έκανε να μ’ αγκαλιάσει
Οι φωτογραφίες ζάρωσαν
και δύο από αυτές
μου έκλεισαν το μάτι
Το κρεβάτι τράβηξε το πάπλωμα·
Ποτάμια... κύμβαλα άρχισαν να παίζουν μουσική
για να πάψω πάλι να γκρινιάζω
Σαν μπουμπούκι έτοιμο γι’ ανοιξιάτικο οργασμό
άνοιξαν τα φύλλα της ντουλάπας
στρώθηκε στο πάτωμα το παιδικό νυχτικό
κι αρώματα γαλατίλας αναδύονταν
απ’ τα ρούχα
απ’ τα έπιπλα
απ’ τους τοίχους,
παντού
Γαλακτο-όνειρα έτοιμα να νανουρίσουν
τον ηλικιωμένο έφηβο σε κρίση
παλιμπαιδισμού
Έκλεισα τα μάτια, άναψα τα ψώτα
Έσβησαν τα φώτα, άνοιξα τα μάτια
Ποιος άλλαξε τελικά... Εγώ;
Ή απλά οι γραμμές απάνω στον καθρέφτη...

ΡΙΓΗ


-Μητέρα μου διψώ και νιώθω ρίγη.
-Κλείσε τα μάτια σου, άγγελέ μου και κοιμήσου.
Είθε τα όνειρά σου να σ’ οδηγήσουν σε μια άλλη γειτονιά
που δε θα ‘χεις ανάγκη τους ανθρώπους στις γωνίες,
ούτε περαστικούς για να σου δώσουν δυο κέρματα μεταλλικά
παρά μονάχα λίγη αγάπη για να περνάς όλες αυτές τις κρύες
νύχτες που θα σου μένουν, ώσπου τα φώτα σβήσουν
και τα παράθυρα της άνοιξης μείνουν για πάντα ανοιχτά.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ


Κανείς δεν ξέρει τι σκέφτεται.
Κανείς δεν ξέρει τι απ’ τη ζωή αναζητά.
Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί τι να θυμάται
και τόσο θλιμμένα και γλυκά σιγοτραγουδά.
Τα πλουμιστά, άσπρα μάρμαρα τριγύρω,
τα πλούσια στεφάνια κι ο λαμπρός ήλιος τα πρωινά,
δεν φαίνεται να φέρνουν τη χαρά στα πέταλά της.
Της φύσης τα ζωηρά χρώματα είναι γι’ αυτήν νεκρά
σαν τις ψυχρές σωρούς που κάθε μέρα
η γη καλείται να αγκαλιάσει τρυφερά
και ζεστασιά να τους προσφέρει για τη μετέπειτα
ύπαρξή τους.
Κλείνει τα μάτια και σιγοτραγουδά μια μελωδία,
μοιρολόι για όλους αυτούς που ζήσαν μόνοι
και φύγαν μόνοι...
Έχοντας να θυμούνται μια φευγαλέα αγκαλιά,
ένα στεγνό φιλί και δυο μάτια μονίμως θολωμένα
από μια θάλασσα απέραντης μοναξιάς.
...................................................................................
Κάποιος την έκοψε μια μέρα, γιατί δεν άντεχε να κόψει
την ίδια τη ζωή του.

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ


Ακόμα ένας θνητός προσδοκά αθανασία.
΄Ελα μέσα νέε μου με τα πολλά λουλούδια.
Κάνε όμορφο τούτον το θνητό
και χάρισέ του αθανασία.

Κυρία, μπαμπάκι στα μάγουλα του βάζω,
τα χείλη με κόλλα του κολλάω,
το στόμα μην έχει ανοιχτό τώρα που πάει στον Άδη
και όλοι, αθάνατοι, θνητοί τον κοροϊδεύουν όλοι.
Κουστούμι του φοράω με ανθό απά στο πέτο
να ‘ναι ντυμένος, όμορφα, σωστός γαμπρός.
Ξέρεις κει κάτου πόσα κορίτσια περιμένουν
να τα φλερτάρει τούτος δω ο μορφονιός;
Γι’ αυτό, χήρα, μη σκιάζεσαι! Κλάψε μια, δυο βδομάδες!
Μετά η ζωή είναι εδώ, για τις χήρες γιαγιάδες.
Ζήσε ελεύθερα τώρα τη ζωή σου,
όπως όμορφα κι ωραία έζησε εκείνος τη δική του.

Και τώρα που τέλειωσα το τρομερό μου έργο,
βάλε τούτον το θνητό μες στο λαμπρό σαλόνι,
να ξέρουν αυτοί κι αυτές που θα τον δουν
πως κάποτε τούτη η ζωή τελειώνει.
Κι όταν η ώρα αυτών κοντά θε να σιμώνει
ας μη διστάσουν, δωσ’ τους την κάρτα μου,
κάνε αυτήν την πράξη,
γιατί μια μέρα και αυτούς
κάποιος θα πρέπει να τους φτιάξει.

Η ΣΕΙΡΑ


Αιθεροβάμων νεαρός τη μοίρα θαρρεί πως κυριεύει,
καθώς χαμένα πρόσωπα αντικρίζει σε θολές φωτογραφίες.
Ψάχνει μια λέξη να εκφράσει την απώλεια, τη θλίψη,
ψάχνει νόημα στις πράξεις της ζωής εκείνων.

Σκέφτεται...: «Υπήρξαν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι
ή είναι ένα προϊόν της φαντασίας μου;
κι αν όχι, τώρα πού είναι;
Ποιες νέες χώρες κατακτούν
και ποιοι άνθρωποι ευτυχούν να τους γνωρίσουν;»
Δεν είναι κρίμα που ξέρεις τόσο καλά
πως αν όλα παν όπως θα πρέπει,
έναν-έναν θα τους δεις με τη σειρά,
ο ένας μετά τον άλλο να φεύγει;
Σκέψου μόνο πόσους ακόμα, γιατί είσαι στην αρχή,
ΠΡΕΠΕΙ να δεις να φεύγουν
αλλά και πόσοι νέοι προσδοκούν να τους γνωρίσεις
και να αναπληρώσουν το κενό που οι άλλοι θα αφήσουν.
Έτσι θα γίνεται μέχρι να πάρεις εσύ σειρά,
θα σε κοιτάνε οι μικροί κι αυτοί σε θολές φωτογραφίες,
θα ψάχνουν νόημα στις πράξεις της ζωής σου
και θα νιώσουν την απώλεια, τη θλίψη
δίχως το γιατί να ξέρουν.
Αφού όλα πήγανε καλά,
όπως έπρεπε,
έφυγες κι εσύ με τη σωστή σειρά...

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ


Έρχεται ο κόσμος στολισμένος να σε δει
για τελευταία φορά πριν μπεις στου χάρου το κελί,
λουλούδια σου στολίζουνε ολόγυρα, στο πέτο, στα μανίκια,
άγιε άνθρωπε....

Σε κοιτώ· λευκό πανί τα μαγουλά σου.
Περιμένω τα μάτια σου να ανοίξεις να με δεις για ακόμη μια φορά.
  Σήκω, μεγάλε άνδρα, απ’ το ξύλινο κουτί που σε ξαπλώσαν.
Δεν αρμόζει σ’ έναν άγιο μια τέτοια συμφορά.

ΑΠΩΛΕΙΑ


Όταν όλα θα έχουν τελειώσει
και τα φώτα σβήσουν
εσύ καρτερικά θα περιμένεις μες στη νύχτα
μέχρι να ξημερώσει

Όταν στεγνό θα ‘ναι το στόμα
κι εγώ νεκρός
εσύ καρτερικά θα περιμένεις πα στο μνήμα
την οδύνη ο χρόνος να ημερώσει