Ταπεινά χορτάρια γίναν θάμνοι,
οι θάμνοι γίναν δένδρα, πανύψηλα, περήφανα
κι αυτά με τη σειρά τους
απολιθώματα ενός ένδοξου παρελθόντος.
Μοιάζει η πέτρινη σκιά τους αιώνια προστασία
απ’ τα δόντια του ήλιου
κι ανέμελα ξαπλώνουμε και ερωτοτροπούμε στην αγκαλιά της·
δοξάζοντας τη σκιά κι όχι τα δένδρα
που ήταν χορτάρια και γίναν θάμνοι,
που ήταν θάμνοι και γίναν δένδρα,
που ήταν δένδρα και γίναν ιστορία…
Μα κάπου η ιστορία χάθηκε·
το νερό, ο αέρας, η ακτινοβολία
αποσάρθρωσαν το απολίθωμα.
Άρχισε να ‘χει τρύπες η σκιά
μα δε μας πείραξε…
Είχε αρκετή ακόμα για να χαζεύουμε, να ερωτοτροπούμε.
Φαινόταν λογικό πως πάντα θα υπάρχει λίγη
για να χωρέσουμε όλοι από κάτω.
Μέχρι που κάποια μέρα νιώσαμε το δέρμα μας καυτό
και την ψυχή μας κρύα χωρίς τη θέρμη της σκιάς·
και σηκώσαμε το βλέμμα για να δούμε πως
δεν υπήρχανε κλαδιά να μας σκεπάσουν,
πως δεν υπήρχανε μνημεία να μας ενδυναμώσουν,
δεν υπήρχε η ιστορία να μας εμψυχώσει.
Τα απολιθώματα γινήκαν χώμα·
γίναν το λίπασμα που θα θρέψει τα νέα χορτάρια,
με την ελπίδα μια μέρα να ξαναγίνουν δένδρα
κι αν είμαστε αρκετά σοφοί,
να μην τ’ αφήσουμε ποτέ
να γίνουν στάσιμα απολιθώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου