Ήταν ξανά
τ’ αγρίμι στο σκοτάδι
μονάχο και
πάλευε στη σκέψη του μ’ εικόνες
που νοσταλγούσε
τόσο πολύ να ξαναζήσει
για να
μπορέσει να διανύσει όλες αυτές τις
ώρες.
Σηκώθηκες,
ξαπλώθηκες και πάλι μια απ’ τα ίδια,
ιδρώτας στη
μασχάλη κι αυτός μια αηδία,
δε βαρέθηκες
καθώς φαίνεται κι αυτήν τη μαλακία
και πάλι με
μάτια ανοιχτά ξαπλώνεις στο κρεβάτι.
Κοιτάς τον
ουρανό και αντικρύζεις
εικόνες που
ζωγράφιζες με τη μαμά μικρός.
Μην ξεχνάς,
κοίτα το ρολόι να δεις τι ώρα είναι,
τρεις κι
ακόμα ζόμπι στο κρεβάτι σου αραχτός.
Τελικά
φαίνεται στάθηκες τυχερός
κάπου πάνω
στη σκέψη σου ήρθε, σε πήρε ο ύπνος
και ήρθαν
όμορφα όνειρα, ζεστά και νυσταγμένα.
Μα ντριν το
ξυπνητήρι, εννιά χτυπάει η ώρα.
Είναι
προφανές πως ούτε αυτό, ούτε στην πτέρυγα,
κανεις
θ’ αναζητήσει
αιτία για τα μάτια τα πρησμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου