Σηκώθηκαν τα βλέφαρα
μες στο μυαλό να πλημμυρίσει φως
Οι σκιές πέταξαν έξω απ’ το παράθυρο
Ανάβω τα φώτα
Το μέρος αυτό κάποτε έμοιαζε άγνωστο
Ο καφετής σηκώθηκε με τις κλωστές
που ακόμα κρέμονταν απ’ το ταβάνι
κι έκανε να μ’ αγκαλιάσει
Οι φωτογραφίες ζάρωσαν
και δύο από αυτές
μου έκλεισαν το μάτι
Το κρεβάτι τράβηξε το πάπλωμα·
Ποτάμια... κύμβαλα άρχισαν να παίζουν μουσική
για να πάψω πάλι να γκρινιάζω
Σαν μπουμπούκι έτοιμο γι’ ανοιξιάτικο οργασμό
άνοιξαν τα φύλλα της ντουλάπας
στρώθηκε στο πάτωμα το παιδικό νυχτικό
κι αρώματα γαλατίλας αναδύονταν
απ’ τα ρούχα
απ’ τα έπιπλα
απ’ τους τοίχους,
παντού
Γαλακτο-όνειρα έτοιμα να νανουρίσουν
τον ηλικιωμένο έφηβο σε κρίση
παλιμπαιδισμού
Έκλεισα τα μάτια, άναψα τα ψώτα
Έσβησαν τα φώτα, άνοιξα τα μάτια
Ποιος άλλαξε τελικά... Εγώ;
Ή απλά οι γραμμές απάνω στον καθρέφτη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου